- κατάφυτα
- κατάφυτοςfull of plantsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
Μιτσικέλι — Βουνό (1.800 μ.) της Ηπείρου, που βρίσκεται βορειοανατολικά των Ιωαννίνων. Αρχίζει από το Δρίσκο και φτάνει μέχρι τη Νεμέρτσικα, από την οποία διαχωρίζεται με τον αυχένα Δέμα (800 μ.). Από το Μ. πηγάζουν πολλές πηγές, με το νερό των oποίων… … Dictionary of Greek
Πιέρια — Περιληπτική ονομασία των βουνών της Πιερίας στη Δυτική Μακεδονία, στα Β των Καμβουνίων και του Ολύμπου. Η κυριότερη οροσειρά είναι το Φλάμπουρο, γνωστό στην αρχαιότητα ως Πίερος, η ψηλότερη κορυφή του οποίου έχει ύψος 1.878 μ. Είναι κατάφυτα από… … Dictionary of Greek
Πιτυούσαι — Αρχαία ονομασία των νησιών Ιμπίθα και Φορμεντέρα, των Βαλεαρίδων. Ονομάστηκαν έτσι, επειδή ήταν κατάφυτα από πεύκα. Τα νησιά αυτά κυριεύτηκαν από τους Φοίνικες και τους Καρχηδόνιους και, αργότερα, ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα νησιά των Βαλεαρίδων,… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
Σωτηρίας νησιά — (Iles du Salut). Τρία μικρά νησιά που βρίσκονται κοντά στις ακτές της γαλλικής Γουιάνας. Τα νησιά αυτά, που είναι κατάφυτα, ονομάζονται Βασιλική, νησί του Αγίου Ιωσήφ και νησί του Διαβόλου. Στο τελευταίο υπάρχει στρατόπεδο βαρυποινιτών … Dictionary of Greek